- μολιβοῦς
- μολῐβοῦς, ῆ, οῦν,A leaden, Ph.Bel.95.14, Str.16.2.13;
στέγαι D.S. 2.10
;βάρη Apollod.Poliorc.158.8
;κεραμίς Ath.14.621a
;σφαῖρα S.E.M.10.160
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στέγαι D.S. 2.10
;βάρη Apollod.Poliorc.158.8
;κεραμίς Ath.14.621a
;σφαῖρα S.E.M.10.160
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.